ορμάνι

ορμάνι
το
(λ. τουρκ.), δάσος, δασώδης περιοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορμάνι — το πυκνό δάσος, ρουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman] …   Dictionary of Greek

  • ρουμάνι — το, Ν έκταση με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman (πρβλ. ορμάνι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”